μπογιάτισμα

μπογιάτισμα
και μπογιάντισμα, το [μπογιατίζω]
1. το βάψιμο με ελαιόχρωμα ή με υδρόχρωμα
2. η στίλβωση υποδημάτων, το βερνίκωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπογιάντισμα — το βλ. μπογιάτισμα …   Dictionary of Greek

  • βάψιμο — το 1. το μπογιάτισμα, το χρωμάτισμα: Το βάψιμο των μαλλιών είναι της μόδας. 2. το φτιασίδωμα: Το έντονοβάψιμο κάνει τις γυναίκες να φαίνονται γελοίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαφή — η 1. το μπογιάτισμα, ο χρωματισμός, το βάψιμο: Η βαφή των μαλλιών μου έγινε προσεχτικά. 2. το χρώμα, η μπογιά: Το δωμάτιο του παιδιού χρωματίστηκε με ειδική, οικολογική βαφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπογιά(ν)τισμα — το το βάψιμο, το χρωμάτισμα: Με το μπογιάτισμα το σπίτι θα φαίνεται πιο καθαρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”